- λειριόδενδρο
- τοβοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής οικογένειας μαγνολιίδες.[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου και αντιδάνεια ως προς το β' συνθετικό της λ., πρβλ. γαλλ. liliodendron < νεολατ. liliodendron < lilium + dendron < δένδρον. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στον Εμμ. Ροΐδη στην εφημερίδα Εστία].
Dictionary of Greek. 2013.